-
1 σώμα
[сома] ουσ. о. тело,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σώμα
-
2 корпус
-а α.1. (πλθ. -ы) σώμα, κορμί(ανθρώπου ή ζώου).2. (τεχ.) πλαίσιο, θήκη.3. σκάφος, κύτος πλοίου.4. χωριστό οικοδόμημα. || χωριστό τμήμα μεγάλου οικοδομήματος.5. (στρατ.) σώμα•кавалерийский корпус σώμα ιππικού•
резервный корпус εφεδρικό σώμα•
офицерский корпус το σώμα των αξιωματικών•
жандармский корпус το σώμα της χωροφυλακής.
6. μέση στρατιωτική σχολή.7. (πολυγρ.) τα στοιχεία των 10 στιγμών.εκφρ.дипломатический корпус – διπλωματικό σώμα. -
3 корпус
корпус м 1) (здание) το χτίριο 2) (туловище) о κορμός, то σώμα ◇ дипломатический \корпус το διπλωματικό σώμα* * *м1) ( здание) το χτίριο2) ( туловище) ο κορμός, το σώμα••дипломати́ческий ко́рпус — το διπλωματικό σώμα
-
4 корпус
корпусм1. (туловище) τό σώμα, τό κορμί·2. (корабля) τό σκάφος πλοίου·3. (здание) ἡ οίκοδομή, τό χτίριο·4. полигр. τά στοιχεία των 10 στιγμών5. воен. τό σώμα:армейский \корпус τό σώμα στρατού·6. тех. τό πλαίσιο[ν], ἡ θήκη:\корпус карманных часов ἡ μεταλλική θήκη τοῦ μηχανισμού ὠρολογίου· ◊ дипломатический \корпус τό διπλωματικόν σώμά кадетский \корпус ист. ἡ στρατιωτική σχολή. -
5 рукопашный
επ- рукопашный бой μάχη σώμα με σώμα, εκ του συστάδην•-ая схватка μάχη με άρπαγμα στα χέρια.
ουσ. рукопашный α.-ая θ. μάχη σώμα με σώμα. || τσακωμός, καβγάς. -
6 состав
-а α.1. το σύνολο•состав словарный состав языка το λεξιλόγιο μιας γλώσσας, ο θησαυρός λέξεων μιας γλώσσας.
|| (χημ.) η σύνθεση, τα συστατικά. || ενώσεις, μείγμα, διάλυμα.2. το προσωπικό• το σώμα•преподавательский состав το διδακτικό προσωπικό•
офицерский состав το σώμα αξιωματικών•
командный состав οι διοικητές•
руководящий состав οι καθοδηγητές•
лтный состав οι αεροπόροι.
3. αμαξοστοιχία, συρμός•пассажирский состав επιβατική αμαξοστοιχία.
|| σώμα ανθρώπου.εκφρ.в -е – σε σύνολο, σε αριθμό, σε ποσότητα•президиум в -е семи человек – προεδρείο από εφτά άτομα•в полном - – θ σε πλήρη απαρτία•состав преступления – το σώμα του εγκλήματος. -
7 состав
составм1. ἡ σύνθεση [-τς], ἡ σύσταση[-ις]·2. (коллектив людей) τό προσω-πικό[ν], τό σώμα:преподавательский \состав τό διδακτικό[ν] προσωπικό[ν]· \состав исполнителей театр. ὁ ἰ ἐκτελεστές· офицерский \состав· τό σώμα τῶν ἀξιωματικών словарный \состав языка τό λεξιλόγιο τής γλώσσας· войти в \состав делегации μπαίνω στήν αντιπροσωπεία· в полном \составе ἐν πλήρει ἀπαρτία·3. ж.-д. (о поезде) ἡ ἀμαξοστοιχία, ὁ συρμός· ◊ \состав преступления юр. τό σώμα τοῦ ἐγκλήματος. -
8 тело
тел||ос в разн. знач. τό σώμα/ ἡ σάρκα, ἡ σαρξ (плоть)/ ὁ νεκρός, τό λείψανο (останки):твердые \телоа фиэ. τά στερεά σώματα· инородное \тело τό ἐτερογενές σώμα· обнаженное \тело τό γυμνό σώμα· дрожать всем \телоом τρέμω ὁλόκληρος· вынос \телоа состоится... ἡ ἐκφορά τοῦ νεκροῦ θά γίνει...· ◊ быть в \телое εἶμαι παχύς· быть преданным душой и \телоом кому́-л. εἶμαι ἀφοσιωμένος σέ κάποιον ψυχή τε καί σώματι· держать кого́-л. в черном \телое κάνω τή ζωή μαύρη σέ κάποιον. -
9 плоть
-и θ.1. παλ. σάρκα, σώμα•изнуришь плоть постом εξαντλώ το σώμα με νηστεία.
2. μτφ. ενσάρκωση.εκφρ.во -и – στο σώμα, στη σάρκα•плоть и кровь чья; плоть от -и – α) παλ. γνήσιο τέκνο, σάρκα και αίμα, σάρκα από σάρκα, β) ενσάρκωση• γέννημα και θρέμμα•войти в -и кровь – μπαίνω στη σάρκα και στο αίμα (αφομοιώνομαι πλήρως)•облечь в плоть и кровь ή -ью и кровью – ενσαρκώνω, προσδίνω σάρκα και οστά•облечься в плоть и кровь ή -ью и кровью – ενσαρκώνομαι, παίρνω σάρκα και οστά. -
10 излучатель
η συσκευή ακτινοβολίαςτο ακτινοβολόν σώμαабсолютный - το μέλαν σώμα, ο τέλειος ακτινοβολητήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > излучатель
-
11 корпус
1. тех. το σώμα, ο κορμός, το κέλυφος, το πλαίσιο, η θήκη· - амортизатора - του απορροφητήρα κραδασμών- транзистора - της κρυσταλλολυχνίας, разг. του τρανζίστορ (ξεν.)2. (остов судна) το σκάφος* наружный - судна το εξωτερικό περίβλημα του σκάφους 3. (здание) το (χωριστό) τμήμα (ενός) μεγάλου οικο-δομήματος/κτηρίου 4. полигр. το στοιχείο των 10 στιγμών 5. (туловище) το σώμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > корпус
-
12 состав
1. (совокупность частей, предметов, образующих сложное целое) η σύνθεση, η διάρθρωση 2. (определённый анализом) το περιεχόμενο 3. (специальная смесь, раствор, соединение) το μ(ε)ίγμα 4. (поездной) η αμαξοστοιχίαο συρμόςразг. το τρένο5. грам. το σύνολο 6. (коллектива, организации) το προσωπικό 7. (преступления) το σώμα (του εγκλήματος).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > состав
-
13 коллегия
коллегия ж о σύλλογος, το σώμα* η επιτροπή (комиссия)' \коллегия адвокатов о δικηγορικός σύλλογος судейская \коллегия спорт, η ελλανοδίκη επιτροπή* * *жο σύλλογος, το σώμα; η επιτροπή ( комиссия)колле́гия адвока́тов — ο δικηγορικός σύλλογος
суде́йская колле́гия — спорт. η ελλανοδίκη επιτροπή
-
14 команда
команда ж 1) (приказ) η διαταγή по \командае με τη διαταγή 2) (отряд) η ομάδα* το πλή ρωμα (экипаж)' хоккейная \команда η ομάδα χόκε мужская (женская) \команда η ομάδα αντρών ( γυναικών) ◇ пожарная \команда το πυροσβεστικό σώμα* * *ж1) ( приказ) η διαταγήпо кома́нде — με τη διαταγή
хокке́йная кома́нда — η ομάδα χόκεϊ
мужска́я (же́нская) кома́нда — η ομάδα αντρών (γυναικών)
••пожа́рная кома́нда — το πυροσβεστικό σώμα
-
15 состав
состав м 1) (чего-л.) η σύνθεση; η σύσταση (структура ) 2) (совокупность людей) το σώμα, το προσωπικό; в \составе делегации... η αντιπροσωπεία αποτελείται από...· личный \состав το προσωπικό 3) ж.-д. η αμαξοστοιχία, ο συρμός* * *м1) (чего-л.) η σύνθεση; η σύσταση ( структура)2) ( совокупность людей) το σώμα, το προσωπικόв соста́ве делега́ции... — η αντιπροσωπεία αποτελείται από…
ли́чный соста́в — το προσωπικό
3) ж.-д. η αμαξοστοιχία, ο συρμός -
16 тело
-
17 батарея
батареяж1. воен. ἡ πυροβολαρχία, τό πυροβολεῖο[ν]:зенитная \батарея ἡ ἀντιαεροπορική πυροβολαρχία;2. тех., эл. ἡ μπαταρία, ἡ συστοιχία:электрическая \батарея ἡ ἡλεκτρική συστοιχία, ἡ ἡλεκτρική μπαταρία; аккумуляционная \батарея ὁ ἡλεκτρικός συμπυκνωτής, ὁ ἡλεκτρικός συσσωρευτής;3. (отопления) τό σώμα:\батарея парового отопления τό σώμα τοῦ καλοριφέρ, ὁ σωλήνας κεντρικής θέρμανσης. -
18 бой
бойм1. ἡ μάχη:воздушный \бой ἡ ἀερομαχία; морской \бой ἡ ναυμαχία; рукопашный \бой ἡ μάχη σῶμα προς σώμα; у́личные бой οἱ ὁδομαχίες; встречный \бой ἡ ἀντεπίθεση; давать \бой δίνω μάχη; брать с бо́ю παίρνω (или κυριεύω) ἐξ ἐφόδου; сдаваться без бо́я παραδίδομαι ἀμαχητί;2. (борьба, состязание) ἡ πάλη, ὁ ἀγώνας [-ών]:кулачный \бой ἡ πυγμαχία; \бой быко́в ἡ ταυρομαχία; петушиный \бой ἡ ἀλεκτορομαχία, ὁ ἀγώνας πετεινών3. (удары):\бой часов ὁ χτύπος τοῦ [ὠ]ρολογίου; барабанный \бой ἡ τυμπανοκρουσία;4. (битая посуда и т. ἡ.) τά σπασμένα, τά θρύψαλλα -
19 врукопашную
врукопашнуюнареч σώμα πρός σώμα, ἐκ τοῦ συστάδην, χέρια μέ χέρια. -
20 рукопашная
рукопашн||аяж разг μάχη σώμα προς σώμα, μάχη ἐκ του συστάδην.
См. также в других словарях:
σῶμα — body neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek
σώμα — το, ατος 1. υλική ύπαρξη: Τα στερεά σώματα έχουν τρεις διαστάσεις. 2. κορμί: Έχει ωραίο σώμα. 3. το κύριο μέρος κάποιου πράγματος. 4. σύνολο ατόμων: Έδωσε εξετάσεις για να μπει στο διπλωματικό σώμα. 5. στρατιωτική δύναμη: Του ανατέθηκε η διοίκηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αριθμόσωμα ή σώμα αριθμών — Ένα πλήθος αριθμών που έχουν την εξής ιδιότητα: το άθροισμα, η διαφορά, το γινόμενο και το πηλίκο οποιωνδήποτε από αυτούς (ίσων ή διαφόρων) να ανήκει πάλι στο πλήθος αυτό. Παραδείγματα α. είναι το πλήθος όλων των ρητών, οι αριθμοί α + βi (α, β =… … Dictionary of Greek
μέλαν σώμα — Βλ. λ. μαύρο σώμα … Dictionary of Greek
Εἰ σῶμα δουλον, ἀλλ’ ὁ νοῦς ἐλεύθερος. — См. Дух бодр, плоть же немощна … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ακτινωτό σώμα — Η πιο παχιά μοίρα του αγγειώδη χιτώνα του ματιού, που βρίσκεται ανάμεσα στον χοριοειδή χιτώνα πίσω και στην ίριδα μπροστά. Αποτελείται από τον ακτινωτό μυ στην έξω επιφάνεια, τον ακτινωτό κύκλο και τον ακτινωτό στέφανο. Το α.σ. βοηθά στην… … Dictionary of Greek
μαύρο σώμα — (Φυσ.). Αντικείμενο, το οποίο είναι ικανό να απορροφά τελείως την ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που δέχεται. Όλα τα αντικείμενα μαύρης απόχρωσης μπορούν να θεωρηθούν, κατά προσέγγιση, ως μ.σ., καθώς είναι σε θέση να απορροφήσουν μια περιοχή… … Dictionary of Greek
Cyprus Scouts Association — Σώμα Προσκόπων Κύπρου Cyprus Scouts Association … Wikipedia
ρευστό — Σώμα του οποίου το σχήμα μπορεί να μεταβάλλεται εύκολα, εξαιτίας της μικρής συνοχής και της αμοιβαίας μετακίνησης των μορίων από τα οποία αποτελείται. Περισσότερο από τον όρο ρ. χρησιμοποιούμε συνήθως τον όρο «ρευστή κατάσταση» της ύλης, για να… … Dictionary of Greek
Soma Hellinon Proskopon — Σώμα Ελληνων Προσκόπων (Soma Hellinon Proskopon) (ΣΕΠ) Zweck: Pfadfinderarbeit Vorsitz: Gründungsdatum: 1910 Mitglieder … Deutsch Wikipedia